τίλων

τίλων
τίλος
anything plucked
masc gen pl
τίλων
masc nom/voc sg
τί̱λων , τῖλος
a thin stool
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τίλων — ωνος, ο, ΝΑ (στη νεοελλ. μόνο λόγιος τ.) ζωολ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων < τῖλος + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. γάστρ ων, τύλ ων)] …   Dictionary of Greek

  • τιλῶν — τίλα plucking fem gen pl τίλλω b. fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλωνα — τίλων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλωνας — τίλων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλωνι — τίλων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίγγα — Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία τίλονες. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει ελάχιστα είδη ψαριών, με μακρουλό σώμα, που σκεπάζεται από μικρά λέπια. Από τα κυριότερα είδη είναι ο τίλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”